- πληρεξουσιοδοτώ
- (ε) μετ. уполномочивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πληρεξουσιοδοτώ — έω, Ν παρέχω σε κάποιον πληρεξουσιότητα, δίνω πληρεξούσιο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληρεξουσιοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Βύρων] … Dictionary of Greek